ἀπορρίπτω

ἀπορρίπτω
+ V 1-7-27-5-6=46 Ex 22,30; Jgs 2,19; 2 Sm 22,46; 1 Kgs 9,7
A: to throw away, to put away [τι] Ex 22,30; to reject [τι] Jer 9,18; to abandon [τι] Jgs 2,19 P: to be cast (forth), to be cast out 2 Sm 22,46
*Jer 8,14 ἀπέρριψεν ἡμᾶς he cast us out-הרמנו רום for MT הדמנו דמם he made us perish, see also Jer 28(51),6

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απορριπτώ — ἀπορριπτῶ ( έω) (Α) [ριπτώ ( έω)] απορρίπτω, πετώ …   Dictionary of Greek

  • απορρίπτω — απορρίπτω, απέρριψα (σπάν. απόρριψα) βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀπορρίπτω — ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres subj act 1st sg ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… …   Dictionary of Greek

  • απορρίπτω — απόρριψα, απορρίφτηκα, απορριμμένος 1. βγάζω κάτι από πάνω μου και το πετάω, πετάω κάτι μακριά: Ο κλέφτης, όταν είδε πως τον κυνηγούσαν, απόρριψε τα κλεμμένα και το βαλε στα πόδια. 2. αποδοκιμάζω κάτι, δεν το δέχομαι: Το υπουργείο απόρριψε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπορρῖπτον — ἀπορρίπτω throw away pres part act masc voc sg ἀπορρίπτω throw away pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερρῖφθαι — ἀπορρίπτω throw away perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέρριψ' — ἀπέρρῑψα , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 1st sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away plup ind mp 2nd sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away perf imperat mp 2nd sg ἀπέρρῑψε , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 3rd sg ἀπέρρῑψαι , ἀπορρίπτω throw away… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορριπτούσας — ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem gen sg (doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”